- χύτρος
- χύτροςdeep holesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χύτρος — και ιων. τ. κύθρος, ὁ, Α 1. πήλινο σκεύος, χύτρα 2. στον πληθ. οἱ χύτροι α) μεγάλες οπές στον βυθό τής λίμνης Κωπαΐδας β) λουτήρες όπου διοχετεύονταν τα νερά τών θερμών πηγών τού Καλλιδρόμου τών Θερμοπυλών γ) (στην Αθήνα) γιορτή, με αγώνες, την… … Dictionary of Greek
χύτροι — χύτρος deep holes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτροις — χύτρος deep holes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτροισι — χύτρος deep holes masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρον — χύτρος deep holes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρου — χύτρος deep holes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρους — χύτρος deep holes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρων — χύτρος deep holes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρως — χύτρος deep holes masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτρῳ — χύτρος deep holes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)